πτολιπόρθιος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ον, = sq., of Odysseus, Od.9.504.
German (Pape)
[Seite 811] = πτολίπορθος, vom Odysseus, Od. 9, 504. 530.
Greek (Liddell-Scott)
πτολῐπόρθιος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.
English (Autenrieth)
(πέρθω): sacker of cities, epith. of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).
Greek Monolingual
-ον, Α πτολίπορθος
πτολίπορθος.
Greek Monotonic
πτολῐπόρθιος: -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πτολῐπόρθιος: Hom. = πτολίπορθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.