προωθέω

From LSJ
Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προωθέω Medium diacritics: προωθέω Low diacritics: προωθέω Capitals: ΠΡΟΩΘΕΩ
Transliteration A: proōthéō Transliteration B: proōtheō Transliteration C: prootheo Beta Code: prowqe/w

English (LSJ)

aor. προέωσα, contr. part.

   A πρώσας Hp.Nat.Mul.3, AP12.206 (Strat.), Luc.Asin.9; imper. πρῶσον prob. in Hsch.:—push forward, propel, Pl.Phd.84d (metaph.), Arist.HA611b32, al., Agatharch. 5, PPetr.2p.59 (iii B.C.); βιαίως π. τινὰ ἐπί τι Chrysipp.Stoic.3.95; π. αὑτόν rush on, X.Cyn.10.10.    2 simply, push, ὀπίσω Hp.Mul.1.69, cf. 2.145, Herod.Med.in Rh.Mus.58.106 (Pass.), Antyll. ap. Orib. 46.27.6; κάτω Hp.Nat.Mul.l.c.    II thrust forward, sens. obsc., Luc. l.c.    III Pass., to be pushed forward, Thphr.HP3.6.2; τὸ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο, in tetanus, Aristid.Or.49(25).17.

German (Pape)

[Seite 801] (s. ὠθέω), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; πρώσας = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10.

Greek (Liddell-Scott)

προωθέω: μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. πρώσας Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ ἐπείγω, «βιάζω», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ μακράν, ὅρος παλαιστικός, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. προωθήσω et προώσω ; ao. προέωσα;
pousser en avant ; faire avancer, pousser.
Étymologie: πρό, ὠθέω.

Greek Monotonic

προωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ -έωσα, συνηρ. μτχ. πρώσας· σπρώχνω προς τα εμπρός, σπρώχνω ή πιέζω, σε Πλάτ.· προωθέω αὑτόν, εφορμώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προωθέω: (fut. προωθήσω и προωθώσω, aor. προέωσα; part. aor. προώσας - стяж. πρώσας)
1) толкать вперед, подталкивать, подвигать Luc., Anth.: προωθῶν αὑτόν Xen. устремившись, рванувшись;
2) побуждать, понуждать (τινα ἐπί τι и ποιεῖν τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ωθέω naar voren duwen.