Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπτήρ

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτήρ Medium diacritics: σκαπτήρ Low diacritics: σκαπτήρ Capitals: ΣΚΑΠΤΗΡ
Transliteration A: skaptḗr Transliteration B: skaptēr Transliteration C: skaptir Beta Code: skapth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.

German (Pape)

[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].

Greek Monotonic

σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).

Russian (Dvoretsky)

σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.