σύνθηρος
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ον,
A hunting with, τῷ Κύρῳ X.Cyr.3.1.7; σ. κύνες hunting with (Artemis), AP9.303 (Adaeus): as Subst., σ. Ἀρτέμιδος her fellowhuntress, Apollod.3.8.2: c. gen. object., joining in quest of, τῶν ἀγαθῶν φίλων X.Mem.2.6.35.
German (Pape)
[Seite 1025] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθηρος: -ον, (θήρα) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, συγκυνηγός, Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ ὁμοῦ θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, σύντροφος ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ ὁμοῦ μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, σύνθηρος τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chasse avec, τινι ; subst. (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.
Étymologie: σύν, θήρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν.
β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθηρος
ο σύντροφος στο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -θηρος (< θήρ, θηρός«θηρίο»), πρβλ. ἔν-θηρος].
Greek Monotonic
σύνθηρος: ον (θήρα),
1. αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, τινι, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για κυνήγι με συντροφιά, σε Ανθ.
2. με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί κάτι μαζί με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σύνθηρος: ὁ Xen., Anth., Eur., Arph., Xen. etc. = συνθηρατής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύν-θηρος -ον [σύν, θήρα] samen jagend, met dat.:; ὃς καὶ σ. ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ die ook ooit samen op jacht was geweest met Cyrus Xen. Cyr. 2.1.1; met gen. obj.. σ. τῶν ἀγαθῶν φίλων mede-jager op goede vrienden Xen. Mem. 2.6.35.