ψύλλο
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
barbarism for ψύλλα in Ar.Th.1180.
German (Pape)
[Seite 1402] statt ψύλλος sagt der Scythe bei Ar. Thesm. 1180.
Greek (Liddell-Scott)
ψύλλο: ἢ ψύλλος, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμοφορ. 1180, ἔνθα ὁμιλεῖ ὁ Σκύθης τοξότης (ὡς ὁ ἐν Παρισίοις Ψυχάρης νῦν): ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κώδιο.
Greek Monolingual
Α
(στους Σκύθες) βαρβαρισμός αντί της λ. ψύλλος.
Russian (Dvoretsky)
ψύλλο: Arph. в произнош. скифа = ψύλλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψύλλο kom. barb. voor ψύλλα.