μόργος

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόργος Medium diacritics: μόργος Low diacritics: μόργος Capitals: ΜΟΡΓΟΣ
Transliteration A: mórgos Transliteration B: morgos Transliteration C: morgos Beta Code: mo/rgos

English (LSJ)

ὁ,

   A body of a wicker cart, used for carrying straw and chaff, Poll.7.116.    II leathern vessel, Hsch. μοργυίων· σπαργάνων, Id. μοργυλλεῖ· χρονουλκεῖ, Id.

German (Pape)

[Seite 207] ὁ, der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = μολγός.

Greek (Liddell-Scott)

μόργος: ὁ, περίφραγμα ὑπὲρ τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον ὅπως προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, Πολυδ. Ζ΄, 116· πρβλ. μοργεύω. ΙΙ. σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μόργος, ὁ (Α)
1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῑον ἐκ δέρματος βοός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί να συνδέεται με το τοπωνύμιο Αμοργός ή με το ρ. ὀμόργνυμι «σφουγγίζω» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. μολγός «δερμάτινος σάκος, δέρμα βοδιού»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: twined basket of a chariot, in which straw and chaff was transported (Poll. 7, 1 16, H.); after H. also σκύτινον or βόειον τεῦχος leather ware.
Derivatives: μοργεύω transort in a μόργος (Poll. l.c.). Unclear μόργιον μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον. καὶ εἶδος ἀμπέλου H. Chantraine reads μόρτιον and connects μορτή, without argumentation.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No convincing etymology. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 connects it as protoidg. with Ἀμοργός and other Anatolian names. In the sense of leather ware after H. Petersson (s. WP. 2, 283) as "stripped skin" to ὀμόργνυμι etc. (Cf. μύρσος.)