μῆριγξ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A bristle, Hsch.; cf. σμῆριγξ.
German (Pape)
[Seite 177] ιγγος, ἡ, auch σμῆριγξ, hartes, steifes Haar, Borsten, VLL., wahrscheinlich mit μηρύω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
μῆριγξ: -ιγγος, ἡ, σκληρὰ θρίξ, «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· σμῆριγξ, ἐν Λυκόφρ. 37.
Greek Monolingual
μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α)
1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα
2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων»
β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες
πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς μηροῑς καὶ τοῑς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες»
3. στον πληθ. μαλλιά, τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. μήν-ιγξ, σάλπ-ιγξ). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική συγγένεια. Η λ. σμήριγξ με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το μήρινθος, ενώ η ερμηνεία «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες» είναι πιθ. μια προσπάθεια συνδέσεως της λ. σμήριγξ με το μηρός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων H.;
Derivatives: Besides σμῆριγξ πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι. καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὑχέσιν ὀρθαὶ τρίχες H.; kind of hairdress (Lyc. 37, Poll. 2, 22).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: In the sense of πλεκταί, σειραί' σμῆριγξ agrees with μήρινθος (s. v.); the, as it seems, more usual meaning breast v. t. is however rather far off. It is therefore doubtful, whether the words, as was assumed (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), were originally connected; the supposedly ocasional(?) meaning rope, string may have been caused through the similarity with μήρινθος, μηρύω. The meaning ἐν τοῖς μηροῖς... τρίχες' will be an attempt to connect μῆριγξ with μηρός. -- No solution. Fur. 289 n. 78 separates the word = ἄκανθα from the others. Clearly a Pre-Greek word.