ἄζωστος

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζωστος Medium diacritics: ἄζωστος Low diacritics: άζωστος Capitals: ΑΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ázōstos Transliteration B: azōstos Transliteration C: azostos Beta Code: a)/zwstos

English (LSJ)

ον, (ζώννυμι)

   A ungirt, from haste, Hes.Op.345, Call.Fr. 225; not girded, Pl.Lg.954a; unarmed, SIG527.140 (Dreros, iii B. C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 44] ungegürtet, Hes. O. 343; Plat. Legg. XII, 954 a; Plut. oft, nach VLL. auch ἄζωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄζωστος: -ον, (ζώννυμι) ὁ μὴ ἐζωσμένος ἕνεκα σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, καθόλου μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la ceinture est dénouée.
Étymologie: ἀ, ζώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 que no se ha ceñido el cinturón, a medio vestir γεῖτονες ἄ. ἔκιον ref. a los vecinos que acuden prestos a ayudar a alguien, Hes.Op.345, αἱ Λακεδαιμόνιαι κόραι διημερεύουσιν ἄ. καὶ ἀχίτωνες ἱματίδιον ἔχουσαι πεπορπημένον ἐφ' ἐκατέρου τῶν ὤμων Sch.E.Hec.934, cf. Call.Fr.620a, de un escita, Luc.Scyth.3, ἔν τε τοῖς χιτῶσιν ἄζωστοι ἐσκεδάννυτο D.C.74.1.2.
2 desarmado, que no se ha revestido con la indumentaria guerrera, de los jóvenes cretenses mientras forman parte de la ἀγέλα ICr.1.9.1.140 (Drero III/II a.C.), ἄ.· ἀθώραξ, ἄνοπλος, ἄστολος Hsch. (cf. πανάζωστος).
II de vestidos desceñido γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων ἄ. Pl.Lg.954a, χιτῶνες D.C.63.13.3.

Greek Monotonic

ἄζωστος: -ον (ζώννυμι), αυτός που δεν έχει ζωστεί λόγω βιασύνης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄζωστος: неподпоясанный Hes., Plat.

Middle Liddell

ζώννυμι
ungirt, from hurry, Hes.