εὔπυργος

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπυργος Medium diacritics: εὔπυργος Low diacritics: εύπυργος Capitals: ΕΥΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: eúpyrgos Transliteration B: eupyrgos Transliteration C: eypyrgos Beta Code: eu)/purgos

English (LSJ)

ον,

   A well-towered, of fortified towns, Τροίην εὔ. 11.7.71, cf. Hes.Sc.270, B.5.184, AP9.62 (Even.): poet. ἠΰπυργος prob. in Pi. N.4.12.

German (Pape)

[Seite 1092] mit schönen Thürmen, wohlumthürmt, d. i. gut befestigt, Τροίη Il. 7, 71; πόλις Hes. Sc. 270; Αἰακιδᾶν ἕδος ἠΰπ. Pind. N. 4, 12; sp. D., τείχη Euen. 14 (IX, 62).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπυργος: -ον, ἔχων καλοὺς πύργους, ἐπὶ τετειχισμένων πόλεων, Τροίην εὔπυργον Ἰλ. Η. 71, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270· ποιητ. ὡσαύτως ἠΰπυργος Πινδ. Ν. 4. 19, Βακχυλ. 5. 184 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou fortes tours.
Étymologie: εὖ, πύργος.

English (Autenrieth)

well towered or walled, Il. 7.71†.

Greek Monolingual

εὔπυργος και ἐύπυργος και ἠύπυργος, -ον (Α)
(για πόλη) με ωραίους, δυνατούς πύργους, με καλή οχύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πύργος.

Greek Monotonic

εὔπυργος: -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπυργος: дор. ἠΰπυργος 2 с хорошими башнями, т. е. сильно укрепленный (Τροίη Hom.; πόλις Hes.; Αἰακιδᾶν ἕδος Pind.; τείχη Anth.).

Middle Liddell

εὔ-πυργος, ον
well-towered, of fortified towns, Il.