χρυσήρης

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσήρης Medium diacritics: χρυσήρης Low diacritics: χρυσήρης Capitals: ΧΡΥΣΗΡΗΣ
Transliteration A: chrysḗrēs Transliteration B: chrysērēs Transliteration C: chrysiris Beta Code: xrush/rhs

English (LSJ)

ες,

   A furnished or decked with gold, golden, οἶκοι E.Ion157 (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib.1154; ναῶν θριγκοί Id.IT129(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1380] ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet, Eur. πόλος, οἶκος, Ion 159. 1159, ναῶν θριγκοί I. T. 129.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσήρης: -ες, γεν. εος, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, χρυσοῦς, οἶκος, πόλος Εὐρ. Ἴων 157, 1154· ναῶν θριγκοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 129.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
incrusté d’or.
Étymologie: χρυσός, ἄρω.

Greek Monolingual

-ήρες, Α
χρυσοστόλιστος («εἰς χρυσήρεις οἴκους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήρης (Ι), πρβλ. ξιφ-ήρης.

Greek Monotonic

χρῡσήρης: -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος ή κοσμημένος με χρυσό, χρυσός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσήρης: скрепленный или отделанный золотом (οἶκοι, πόλος, ναῶν θριγκοί Eur.).

Middle Liddell

χρῡσ-ήρης, ες ἀραρίσκω
furnished or decked with gold, golden, Eur.