ἐγκατακρούω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατακρούω Medium diacritics: ἐγκατακρούω Low diacritics: εγκατακρούω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: enkatakroúō Transliteration B: enkatakrouō Transliteration C: egkatakroyo Beta Code: e)gkatakrou/w

English (LSJ)

χορείαν τοῖς μύσταις

   A tread a measure among them, Ar.Ra.330.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κρούω), darin niederstampfen, Sp.; χορείαν ποδί, den Tanz mit dem Fuße stampfen, Ar. Ran. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακρούω: καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ μέτρον τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.

French (Bailly abrégé)

1 heurter parmi;
2 enfoncer en frappant.
Étymologie: ἐν, καρδία.

Spanish (DGE)

1 golpear el suelo ἐγκατακρούων ποδὶ ... μύσταις χορείαν para marcar el ritmo de la danza, Ar.Ra.330.
2 clavar dentro mediante golpes, incrustar τοὺς ἥλους ... τοῖς καττύμασιν ἐ. clavar clavos en las suelas de los zapatos Clem.Al.Paed.2.11.116.

Greek Monolingual

ἐγκατακρούω (AM)
1. καρφώνω
2. χτυπώ κρατώντας το μέτρο του χορού.

Greek Monotonic

ἐγκατακρούω: μέλ. -σω, καρφώνω· ἐγκ. χορείαν τοῖς μύσταις, κτυπώ στο μέτρο του χορού των μυστών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατακρούω: (среди кого-л.) отбивать такт, топать: ἐ. χορείαν ποδί τισι Arph. плясать в чьем-л. кругу.

Middle Liddell

fut. σω
to hammer in: ἐγκ. χορείαν τοῖς μύσταις to tread a measure among the mystae, Ar.