βουφάγος

From LSJ
Revision as of 20:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουφάγος Medium diacritics: βουφάγος Low diacritics: βουφάγος Capitals: ΒΟΥΦΑΓΟΣ
Transliteration A: bouphágos Transliteration B: bouphagos Transliteration C: voufagos Beta Code: boufa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A ox-eating, Simon.179.4, AP7.426 (Antip. Sid.); of Hercules, Luc. Am.4, Porph.Abst.1.22, cf. AP9.59 (Antip.): expld. by πολυφάγος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] Rinder fressend, λέων Antp. Sid. 91 (VII, 426); Herkules, Luc. Amor. 7; Ant. Th. 19 (IX, 59); übh. gefräßig.

Greek (Liddell-Scott)

βουφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων βοῦς, Σιμων. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 217, πρβλ. 7. 426· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἔρωσ. 4, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 59.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les bœufs.
Étymologie: βοῦς, φαγεῖν.

Greek Monolingual

βουφάγος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να φάει ένα βόδι μόνος του, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -φάγος < φαγείν, απρμφ. του έφαγον (αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].

Greek Monotonic

βουφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βουφάγος: пожирающий быков (λέων Anth.; Ἡρακλῆς Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουφάγος -ον βοῦς, φαγεῖν die runderen eet.

Middle Liddell

φαγεῖν
ox-eating, Anth.