βραδυσκελής

From LSJ
Revision as of 20:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδῠσκελής Medium diacritics: βραδυσκελής Low diacritics: βραδυσκελής Capitals: ΒΡΑΔΥΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: bradyskelḗs Transliteration B: bradyskelēs Transliteration C: vradyskelis Beta Code: braduskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A slow of leg, Ἥφαιστε AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 461] ές, langsam, schwerfüßig, Hephästus, Philip. 13 (VI, 101).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδυσκελής: -ές, βραδύπους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes lentes, à la marche lente.
Étymologie: βραδύς, σκέλος.

Spanish (DGE)

-ές
de paso lento βραδυσκελὴς Ἥφαιστε AP 6.101 (Phil.).

Greek Monolingual

βραδυσκελής, -ές (Α)
ο βραδύπους.

Greek Monotonic

βρᾰδυσκελής: -ές (σκέλος) = βραδύπους, αργός στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυσκελής: медленно передвигающий ноги (Ἠφαιστος Anth.).

Middle Liddell

σκέλος
slow of leg, Anth.