δέλφιξ

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέλφιξ Medium diacritics: δέλφιξ Low diacritics: δέλφιξ Capitals: ΔΕΛΦΙΞ
Transliteration A: délphix Transliteration B: delphix Transliteration C: delfiks Beta Code: de/lfic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ,

   A tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας) ; δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.

German (Pape)

[Seite 544] ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.

Greek (Liddell-Scott)

δέλφιξ: ῐκος, ὁ, τρίπους παρὰ Ρωμαίοις, δέλφικας ἀργυροῦς Πλούτ. Τιβ. Γράκχ. 2 (κατὰ τὸν Dacier ἀντὶ δελφῖνας) Μ. Ε.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
table à trois pieds, chez les Romains (cf. δελφινίς).

Spanish (DGE)

-ικος, ὁ trípode Plu.TG 2 (cj.), EM 255.9G.

Greek Monolingual

δέλφιξ (-ικος), ο (Α)
ο τρίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού].

Greek Monotonic

δέλφιξ: -ῐκος, ὁ, τρίποδας σε σχήμα δελφινιού, σε Πλούτ. (πιθ. από το Δελφοί).

Russian (Dvoretsky)

δέλφιξ: ῐκος ὁ (лат. delphica mensa) дельфика (у римлян - богато отделанный стол в форме треножника) Plut.

Frisk Etymological English

-ικος See also: s. Δελφοι

Middle Liddell

a tripod, Plut. [Perh. from Δελφοί.]