ἔκδυμα

From LSJ
Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδῡμα Medium diacritics: ἔκδυμα Low diacritics: έκδυμα Capitals: ΕΚΔΥΜΑ
Transliteration A: ékdyma Transliteration B: ekdyma Transliteration C: ekdyma Beta Code: e)/kduma

English (LSJ)

f.l. in AP5.198 (Hedyl. ; leg. ἐνδ-).

German (Pape)

[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.

Greek Monolingual

το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.

Greek Monotonic

ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).

Middle Liddell

ἔκδῠμα, ατος, τό,
that which is stript off, a skin, garment, Anth. [from ἐκδύω