ἐπιβόσκομαι

From LSJ
Revision as of 22:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβόσκομαι Medium diacritics: ἐπιβόσκομαι Low diacritics: επιβόσκομαι Capitals: ΕΠΙΒΟΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: epibóskomai Transliteration B: epiboskomai Transliteration C: epivoskomai Beta Code: e)pibo/skomai

English (LSJ)

of cattle,

   A graze or feed upon, σεύτλοις Batr.54:—Pass., to be fed upon, eaten down, τὰ ἐπιβοσκόμενα Thphr.HP3.6.3.    2. feed on, draw its nutriment from, αἶαν Nic.Th.68: metaph., devour, of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5.    3. metaph., haunt, visit, θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6.    II. feed among, ποίμνῃς Mosch.2.82.

German (Pape)

[Seite 930] (s. βόσκω), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβόσκομαι: Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ τρώγω ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., κατατρώγω, διαβιβρώσκω, ἐπὶ δηλητηρίου, αὐτόθι 430· ἐπὶ πυρός, κατακαίω, καταστρέφω, πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι μεταξύ, ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.

French (Bailly abrégé)

1 se repaître de, τινι;
2 paître parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, βόσκω.

Greek Monolingual

ἐπιβόσκομαι, (Α)
1. τρέφομαι με κάτι
2. τρέφομαι ανάμεσα σε άλλους
3. κατατρώγω, καταστρέφω
4. βρίσκω από κάπου την τροφή μου
5. επισκέπτομαι.

Greek Monotonic

ἐπιβόσκομαι: Μέσ.,
I. λέγεται για ζώα (κυρίως βοοειδή), βόσκω ή τρέφομαι με, τινι, σε Βατραχομ.
II. βόσκω, τρέφομαι μεταξύ του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβόσκομαι: пастись, питаться (σελίνοις Batr.; ὄνος ἐπιβοσκόμενος Plut.).

Middle Liddell


I. Mid., of cattle, to graze or feed upon, τινι Batr.
II. to feed among the herd, c. dat., Mosch.