πολυτροπία

From LSJ
Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτροπία Medium diacritics: πολυτροπία Low diacritics: πολυτροπία Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: polytropía Transliteration B: polytropia Transliteration C: polytropia Beta Code: polutropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A versatility, craft, Hdt.2.121.έ.    II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

πολυτροπία: Ιων. -ίη, ἡ, ευστροφία, πανουργία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτροπία: ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτροπία -ας, ἡ, Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.

Middle Liddell

πολυτροπία, ἡ,
versatility, craft, Hdt. [from πολύτροπος