πυξίον
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
τό,
A tablet of box-wood for painting on, Anaxandr.13, Amphis 51; for writing on, Ar.Fr.845, Luc.Ind.15. II list, hence section, division, τῷ ὀγδόῳ π. τῆς γερουσίας Judeich Altertümer von Hierapolis No.278.3, cf. 209.7 (prob.), 234.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 818] τό, dim. von π υξίς, bes. Schreibtafel von Burbaunholz, Luc. adv. ind. 15; LXX; auch zum Malen, Hagias in B. A. 113.
Greek (Liddell-Scott)
πυξίον: τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 ἔνθα: «πυξίον: ὅπου οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: ὡσαύτως πινακίδιον πρὸς γραφήν, δελτίον, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. διαθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tablette en buis pour écrire.
Étymologie: πύξος.
Greek Monotonic
πυξίον: τό, πίνακας γραφής από ξύλο θάμνου, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυξίον -ου, τό [πύξος] (bukshouten) plankje (om op te schrijven).
Russian (Dvoretsky)
πυξίον: τό самшитовая (писчая) дощечка Arph., Luc.