σημικίνθιον
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
(written σιμικίνθιον), τό, Lat.
A semicinctium, apron or kerchief, Act.Ap.19.12.
German (Pape)
[Seite 875] τό, das lat. semicinctum, Schürze, Handtuch, Schnupftuch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σημικίνθιον: ἢ σιμικίνθιον, τό, Λατ. semicinctium, «ποδιὰ» ἢ «μανδῆλι», Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tablier ou de fichu.
Étym. lat. semicinctium.
Greek Monolingual
και σιμικίνθιον, τὸ, Α
η ποδιά, η μπροστέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi- (πρβλ. ημι-) + cinctus «ζώνη»].
Greek Monotonic
σημικίνθιον: ή σιμικίνθιον, τό, το Λατ. semicinctium, ποδιά ή πετσέτα κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σημικίνθιον: τό NT v. l. = σιμικίνθιον.
Middle Liddell
σημικίνθιον, ορ σιμικίνθιον, ου, τό,
the Lat. semicinctium, an apron or kerchief, NTest.