συνίζησις
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
εως, ἡ,
A subsidence, collapse, of the earth, ἐς τὰ κοῖλα Id.Mu.396a3 (but γῆ [ἐγένετο] κατὰ συνίζησιν (sc. τοῦ ὕδατος) Sch.Hes.Th.115); οἰκοδομημάτων Plu.Crass.2: metaph., Plot.2.2.1. 2 synizesis, melting of two vowels into one, without alteration of letters, as in πόλεως, μὴ οὐ, etc., EM735.36, Sch.Heph.2.1; but = συγκοπή, EM279.8. 3 compression of air, Hero Spir.Praef.
German (Pape)
[Seite 1025] ἡ, das Zusammensinken, -fallen, Plut. Crass. 2; der Bodensatz. – Bei den Gramm. das Zusammenziehen zweier Vocale in eine Sylbe.
Greek (Liddell-Scott)
συνίζησις: ἡ, κατακάθισμα, καταβύθισις, «βούλλιασμα», τῶν δὲ σεισμῶν οἱ μὲν συνιζήσεις ποιοῦντες εἰς τὰ κοῖλα, χασματίαι λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 30· ἐπὶ οἰκοδομῶν, συνιζήσεις διὰ βάρος καὶ πλῆθος οἰκοδομημάτων Πλουτ. Κράσσ. 2. 2) γραμματ., συνεκφώνησις δύο φωνηέντων, Ἐτυμολ. Μέγ. 279, 8, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
affaissement.
Étymologie: συνίζω.
Greek Monotonic
συνίζησις: -εως, ἡ, καθίζηση, καταβύθιση, βούλιαγμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνίζησις: εως ἡ
1) оседание, оползень или обвал (εἰς τὰ κοῖλα Arst.; διὰ βάρος Plut.);
2) грам. синизеса (односложно-слитное произношение двух смежных гласных, напр.: εω в Πηληϊάδεω).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ίζησις, -εως, ἡ [σύν, ἵζω] (‘samen-zitting’) ineenstorting:. οἰκοδομημάτων van gebouwen Plut. Crass. 2.5.
Middle Liddell
συνίζησις, εως,
a settlement, collapse, Plut.