ὑπέρδεινος

From LSJ
Revision as of 02:08, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδεινος Medium diacritics: ὑπέρδεινος Low diacritics: υπέρδεινος Capitals: ΥΠΕΡΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: hypérdeinos Transliteration B: hyperdeinos Transliteration C: yperdeinos Beta Code: u(pe/rdeinos

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly alarming or dangerous, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; very hard, Luc.Tim.13.    2 very able, ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.

German (Pape)

[Seite 1193] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδεινος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν δεινός, φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) λίαν δεινός, ἱκανώτατος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinairement effrayant.
Étymologie: ὑπέρ, δεινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φοβερός
2. πάρα πολύ επικίνδυνος
3. πάρα πολύ επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δεινός «φοβερός, τρομερός»].

Greek Monotonic

ὑπέρδεινος: -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδεινος: чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ πρᾶγμα Dem., Luc.).

Middle Liddell

ὑπέρ-δεινος, ον,
exceeding alarming, Dem., Luc.