λαοφθόρος
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον,
A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.
Greek Monolingual
λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, κοσμο-φθόρος.
Greek Monotonic
λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.
Middle Liddell
φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.