μελίθρεπτος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).
German (Pape)
[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).
Greek (Liddell-Scott)
μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].
Greek Monotonic
μελίθρεπτος: -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίθρεπτος: вскормленный медом (χελιδών Anth.).