μελίθρεπτος

From LSJ
Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθρεπτος Medium diacritics: μελίθρεπτος Low diacritics: μελίθρεπτος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: melíthreptos Transliteration B: melithreptos Transliteration C: melithreptos Beta Code: meli/qreptos

English (LSJ)

ον,

   A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).

German (Pape)

[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].

Greek Monotonic

μελίθρεπτος: -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίθρεπτος: вскормленный медом (χελιδών Anth.).

Middle Liddell

μελί-θρεπτος, ον τρέφω
honey-fed, Anth.