μορμολυκεῖον
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
τό,
A bogey, hobgoblin, Ar.Th.417 (pl.), Pl.Phd.77e, Socr. ap. Arr.Epict.2.1.15 (pl.), Gal.Protr.10. 2 μ. κωμῳδικόν comic mask, Ar.Fr.31, cf. 131.
Greek (Liddell-Scott)
μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρον ἢ προσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.
Greek Monotonic
μορμολῠκεῖον: τό, = μορμώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).
Middle Liddell
μορμολῠκεῖον, ου, τό, = μορμώ, Plat.] [from μορμολύττομαι