ἀνισόω
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
A equalize, balance, Pl.Plt.289e; ὁ σίδηρος τοὺς ἀσθενεῖς ἀ. τοῖς ἰσχυροῖς puts them on a par with .., X.Cyr.7.5.65; of giving late-comers an equal share of wine, AB80, Hsch. (cf. ἀνίσωμα):— Pass., to be equal in a thing πλήθεϊ ἀνισωθῆναι Hdt.7.103:—Med., make oneself equal, contend with, ζυγαίναις Opp.H.5.37. II make smooth, level, στενωπούς J.BJ5.5.1:—Pass., ibid. B ἄνισος) make unequal, Phlp.in Ph.364.16 (Pass.), Dam.Pr.401 (Pass.), Elias in Cat.200.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσόω: (ἀνά, ἰσόω), καθιστῶ τι ἴσον, ἐξισῶ, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· ὁ σίδηρος ἀνισοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς ἐν τῷ πολέμῳ, καθιστᾷ αὐτοὺς ἰσοδυνάμους, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65: ― Παθ., γίνομαι ἴσος κατά τι, ἀνισωθεὶς πλήθει Ἡρόδ. 7. 103. β) (ἄνισος) κάμνω τι ἄνισον, μεταγεν. Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. ao. Pass. ἀνισωθείς;
égaler, égaliser ; Pass. devenir égal.
Étymologie: ἀνά, ἰσόω.
Spanish (DGE)
1 igualar ὁ σίδηρος ... τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς X.Cyr.7.5.65
•distribuir equitativamente τά τε γεωργίας καὶ τὰ τῶν ἄλλων τεχνῶν ἔργα ... ἐπ' ἀλλήλους Pl.Plt.289e, κατὰ λόγον IEphesos 4A.16 (II a.C.), el vino en los convites AB 80
•equilibrar τὴν κατάψυξιν τῶν ἀριστερῶν (el corazón en los hombres está en el lado izquierdo para equilibrar) la frialdad de la parte izquierda Arist.PA 666b8.
2 en v. med.-pas. igualarse, ser igual ἀνισωθέντας πλήθεϊ Hdt.7.103
•competir ζυγαίναις Opp.H.5.37.
3 nivelar στενωπούς I.BI 5.185, fig. τὴν μάχην D.C.40.2.4.
en v. med. desequilibrarse τὸ κινούμενον ... ἀνισοῦται πρὸς ἑαυτὸ κατὰ ποσὸν μεταβάλλον lo que se mueve se desequilibra consigo mismo al cambiar en cantidad Phlp.in Ph.364.16, τὸ μὲν πεφυκὸς ἀνισοῦσθαι Elias in Cat.200.22.
Greek Monotonic
ἀνῐσόω: μέλ. -ώσω (ἀνά, ἰσόω), καθιστώ ίσο, εξισώνω, σε Ξεν. — Παθ., γίνομαι ίσος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῐσόω:
1) уравнивать, равнять (τινάς τισι Xen.): ἀνισωθέντες πλήθεϊ Her. численно равные;
2) равномерно распределять (τὰ τῆς γεωργίας ἔργα Plat.).
Middle Liddell
[ἀνά, ἰσόω
to make equal, equalise, Xen.:—Pass. to be made equal, Hdt.