αγαθός

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγαθός, -ή, -όν)
καλός, χρηστός, ενάρετος
νεοελλ.
1. καλόψυχος, άκακος
2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος
3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό
αρχ.
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευγενής στην καταγωγή
3. γενναίος, ανδρείος
4. αυτός που έχει επίδοση σε κάτι, άξιος, ικανός
5. η κλητ. ἀγαθέ
ως επιφών. νουθεσίας ή ειρωνείας
6. (για πράγματα) χρήσιμος
7. το ουδ. ως ουσ. ευεργεσία, ωφέλεια
8. στον πληθ. τα αγαθά
πλεονεκτήματα, προτερήματα
9. φρ. «ἀγαθόν ἐστι» + απαρέμφ.
είναι καλό να...