νυχτερινός

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και νυκτερινός, -ή, -ό (ΑΜ νυκτερινός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη νύχτα (α. «νυχτερινές ειδήσεις» β. «ἡνίκα αἱ νυκτεριναὶ φυλακαὶ ἤδη ἔληγον», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νυχτερινό
η νυκτωδία, το νοτούρνο
νεοελλ.-μσν.
αυτός που εργάζεται τη νύχτα και αναπαύεται την ημέρα, νυκτόβιος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.νυκτερινός
μουσική σύνθεση για αυλό η οποία παιζόταν κατά τις διονυσιακές εορτές.
επίρρ...
νυχτερινά (Α νυκτερινῶς)
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. νυκτερ-ινός < νύκτερος + κατάλ. -ινός (πρβλ. ημερ-ινός). Βλ. και λ. νύχτα.].