опережать
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Russian > Greek
ἐκφέρω, προέρχομαι, παραλλάσσω, παρατρέχω, προθέω, προτρέχω, ὑπερπαίω, ὑπεκπροθέω, ὑποθέω, ὑπερτρέχω, καταταχέω, προεντυγχάνω, παραφθάνω, παρατροχάζω, προΐστημι, παραπίπτω, ὑπερπηδάω, προκαταταχέω, παραμείβω, ὑπεκφέρω, προαίρω, ὑποφθάνω, παρέρχομαι, ὑπερβάλλω, προτρέπω, προβάλλω, παραφέρω, προφέρω, προτερέω