διελκυσμός
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ὁ,
A pushing about, D.H.Comp.20. 2 delay, PTeb. 25.2 (ii B. C.). 3 brawl, Arg. 1 Ar.Ach.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, das Auseinanderziehen, Fortschleppen. Dion. Hal. C. V. 20.
Greek (Liddell-Scott)
διελκυσμός: ὁ, τὸ περιφέρειν, σύρειν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20. 2) λογομαχία, ἔρις, Ὑποθ. Ἀριστοφ. Ἀχ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 tracción, acción de tirar o arrastrar ὁ δ. τοῦ κυλίοντος D.H.Comp.20.14
•fig. distracción, atracción διάκενος Nemes.Nat.Hom.M.40.633B.
2 retraso, demora μηδὲ περὶ τὸν ὑμέτερον κατάπλουν γενέσθαι διελκυσμόν PTeb.25.2, cf. 9 (II a.C.).
3 alboroto, camorra Ar.Ach.argumen.1.18.
Greek Monolingual
διελκυσμός, ο (Α) ελκυσμός
1. σύρσιμο εδώ κι εκεί
2. καθυστέρηση, παρέλκυση, αναβολή
3. λογομαχία, φιλονικία.