νειρός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
(A), ά, όν,
A lowest, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Lyc.896 (v.l. νηροῖς), cf. Hsch. s. vv. νειρόν, νηρόν. 2 Subst. νειρή, ἡ, = νείαιρα 11, Id.s.v. νειρὴ κοίλη (s. v. l.), but acc. sg. νεῖραν as Adj., νεῖραν ἐς πλευράν prob. cj. in E.Rh.794 (νείαιραν, νείεραν codd.); dat. sg. νείρᾳ prob. in A.Ag.1479 (lyr.; νείρει codd.); cf. νείαιρα.
νειρός (B), ά, όν,
A strong, vehement, Hsch.
German (Pape)
[Seite 237] zsgzgn aus νεαρός od. νειαρός, nur bei Gramm.; Hesych. erkl. ἔσχατος; vgl. Müller Lycophr. 896.
Greek (Liddell-Scott)
νειρός: -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ νεαρός, σφοδρός, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν νείαιρα. ΙΙ. ἔσχατος, κατώτατος, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, ἔνθα ἴδε Backmann.
Greek Monolingual
(I)
νειρός, -ά, -όν (Α)
1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά
η νείαιρα, το υπογάστριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)].
(II)
νειρός, -ά, -όν (Α)
ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (πρβλ. νηρός)].