παρυφίστημι

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρυφίστημι Medium diacritics: παρυφίστημι Low diacritics: παρυφίστημι Capitals: ΠΑΡΥΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: paryphístēmi Transliteration B: paryphistēmi Transliteration C: paryfistimi Beta Code: parufi/sthmi

English (LSJ)

   A place close beside :—pres. Act. only in form παρυφιστάνω, indicate, A.D.Adv.129.18 : pf., stand close beside, παρυφέστηκε τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλον Proll. Hermog. in Rh. 4.21 W.    II Pass., with aor. 2 -υπέστην, subsist coordinately with, τινι Stoic. 2.48, S.E.P.1.205, D.L.9.105, Plot.2.9.14, Porph.Sent.43, Ascl. in Metaph.371.2 : abs., Simp. in Cat.110.5.    2 arise in consequence, J.AJ15.8.4 ; παρυφιστάμενος φόβος instinctive dread, Herod.Med. ap. Orib.8.3.7 ; τὸ ἐξ ἑκάστης λέξεως παρυφιστάμενον νοητόν A.D.Synt. 4.5 ; τὰ ποικίλως παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων ib.297.5.    3 τὸ παρυφιστάμενον deposit in urine, Gal.6.251 (pl.), 19.574.

German (Pape)

[Seite 529] (s. ἵστημι), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παρυφίστημι: ἵστημί τι παραπλεύρως, πλησίον·―πρκμ. παρυφέστηκα, ἕστηκα παρά, παρυφέστηκε δὲ τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλόν τι Ρήτορες (Walz) 4. 21. II. προσθέτω ὡς μέρος οὐσίας τινός, Ψελλ. ― Παθ., ὑπάρχω ὡς ἐξηρτημένος ἐκ τινος, τινι Διογ. Λ. 9. 105, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 205, π. Μ. 8. 13.

Greek Monolingual

ΜΑ υφίστημι
1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.)
2. μέσ. παρυφίσταμαι
υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)
3. γραμμ. παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, Ευστ.)
αρχ.
1. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ παρυφιστάμενον
οι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα ούρα
2. φρ. «παρυφιστάμενος φόβος» — ενστικτώδης φόβος.

Russian (Dvoretsky)

παρῠφίστημι: тж. med. сопутствовать, сосуществовать (τινι Diog. L., Sext.).