πευθώ
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A tidings, A.Th.370.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, Kunde, Nachricht, πευθώ τιν' ἡμῖν νέαν φέρει, Aesch. Spt. 352.
Greek (Liddell-Scott)
πευθώ: -οῦς, ἡ, ἀγγελία, πευθώ τιν’ ἡμῖν… νέαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 370.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
information, nouvelle.
Étymologie: cf. πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
αναγγελία, ανακοίνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα -ώ (πρβλ. φειδ-ώ: φείδομαι)].
Greek Monotonic
πευθώ: -οῦς, ὁ (πυθέσθαι), ειδήσεις, μαντάτα, νέα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευθώ -οῦς, ἡ [πεύθομαι] bericht.
Russian (Dvoretsky)
πευθώ: οῦς ἡ известие, весть Aesch.