πτωσκάζω

From LSJ
Revision as of 10:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωσκάζω Medium diacritics: πτωσκάζω Low diacritics: πτωσκάζω Capitals: ΠΤΩΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ptōskázō Transliteration B: ptōskazō Transliteration C: ptoskazo Beta Code: ptwska/zw

English (LSJ)

poet. for sq.,

   A crouch or cower for fear, Il.4.372.

German (Pape)

[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v. l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.

Greek (Liddell-Scott)

πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
c. πτώσσω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.

Greek Monolingual

και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].

Greek Monotonic

πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πτωσκάζω: (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.

Middle Liddell

πτωσκάζω, [poetic for πτώσσω, Il.]