ἀκράτιστος

From LSJ
Revision as of 11:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτιστος Medium diacritics: ἀκράτιστος Low diacritics: ακράτιστος Capitals: ΑΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akrátistos Transliteration B: akratistos Transliteration C: akratistos Beta Code: a)kra/tistos

English (LSJ)

ον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ

   A having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
que desayuna πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco Theoc.1.51.

Greek Monotonic

ἀκράτιστος: [κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτιστος: (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.

Middle Liddell

ἀκρατίζομαι, having breakfasted, Theocr.