ἀνεύρετος

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύρετος Medium diacritics: ἀνεύρετος Low diacritics: ανεύρετος Capitals: ΑΝΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: aneúretos Transliteration B: aneuretos Transliteration C: aneyretos Beta Code: a)neu/retos

English (LSJ)

ον,

   A undiscovered, Pl.Lg.874a, D.S.5.20, Plu.2.700d, POxy.472.14 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 227] nicht aufzufinden, Plat. Legg. IX, 874 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύρετος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ εὕρῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 874Α, Διόδ. 5. 20, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut découvrir.
Étymologie: ἀνευρίσκω.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. -ρητος PAmh.2.125 praef. (I d.C.)
1 no descubierto ἐὰν ... ὁ κτείνας ... ἀνεύρετος γίγνηται Pl.Lg.874a, ἄνδρες PAmh.l.c., δοῦλος POxy.472.14 (II d.C.). de una isla, D.S.5.20, αἰτία Plu.2.700d, κακία PSI 234.12 (II d.C.).
2 que no puede ser descubierto τὸ καλόν Ph.1.568, βιβλία SB 7378.7 (II d.C.), βίβλοι Corp.Herm.Fr.23.8, ὁ ἀληθὴς λόγος S.E.P.2.167.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεύρετος, -ον) ευρίσκω
εκείνος που δεν έχει ή είναι δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύρετος: не могущий быть обнаруженным (ὁ κτείνας Plat.; αἰτία Plut.; νῆσος Diod.).