ὑπολογισμός

From LSJ
Revision as of 16:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολογισμός Medium diacritics: ὑπολογισμός Low diacritics: υπολογισμός Capitals: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypologismós Transliteration B: hypologismos Transliteration C: ypologismos Beta Code: u(pologismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A consideration, reason, Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); πονηροὺς ὑ. κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον became gradually demoralized, D.H.15.3.

German (Pape)

[Seite 1224] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολογισμός: ὁ, = ὑπόλογος, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de prendre qch en considération.
Étymologie: ὑπολογίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑπολογισμός, ΝΑ ὑπολογίζομαι
μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ' όψιν
νεοελλ.
1. λογαριασμόςυπολογισμός τών εσόδων»)
2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών
3. μτφ. υστερόβουλη σκέψη («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του είναι ο στυγνός υπολογισμός»).

Russian (Dvoretsky)

ὑπολογισμός: ὁ расчет, соображение Plut.