μεγαλοφυΐα

From LSJ
Revision as of 19:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφῠΐα Medium diacritics: μεγαλοφυΐα Low diacritics: μεγαλοφυΐα Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑ
Transliteration A: megalophyḯa Transliteration B: megalophuia Transliteration C: megalofyia Beta Code: megalofui/+a

English (LSJ)

ἡ,

   A nobleness of nature, Iamb.VP23.103 (pl.), Phlp.in de An.529.14, Hsch.    II genius, talent, Longin.13.2,36.4, Apollod.Poliorc.138.16.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, große, edle Natur, Sp., wie Iambl.; auch = Erhabenheit im Ausdruck, Longin. 13, 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφυΐα: ἡ, ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Ἰάμβλιχ. ἐν βίῳ Πυθ. 103, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλοφυΐα) μεγαλοφυής
η ιδιότητα του μεγαλοφυούς, εξαιρετικό πνεύμα, μεγάλη διάνοια, δαιμόνιος νους
νεοελλ.
1. η υψηλότερη μορφή ανάπτυξης τών πνευματικών ικανοτήτων του ατόμου, που ενσαρκώνονται σε δημιουργήματα, επιτεύγματα και ενέργειες θαυμαστής πρωτοτυπίας, εξαιρετικής αξίας και ιστορικής σημασίας
2. το πρόσωπο που είναι προικισμένο με τις ιδιότητες αυτές
μσν.-αρχ.
τιμητικός τίτλος.