περιλαλέω
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
A chatter exceedingly, gossip, Ar.Ec.230, M.Ant.1.7; τὰς τραγῳδίας… τὰς περιλαλούσας (sc. of Euripides) Ar.Fr.376. 2 describe, Philostr.Im.2.9. 3 talk round a subject, Gal.8.675,18(2).901.
German (Pape)
[Seite 581] umschwatzen, um Einen herum, nach allen Seiten hin, sehr schwatzen, Ar. Eccl. 230 u. Sp., wie M. Ant. 1, 7; auch = beschreiben, Philostr. imagg. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
περιλᾰλέω: λαλῶ ὁλόγυρα, λαλῶ καθ’ ὑπερβολήν, φλυαρῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 230· τῆς τραγωδίας ... τὰς περιλαλούσας, δηλ. τοῦ Εὐριπίδου, Τηλεκλείδης ἐν Ἀδήλ. 3, ἔνθα ἴδε Meineke· π. ταῦτα, φλυαρεῖν ταῦτα, Φιλόστρ. 824. ΙΙ. λαλῶ περί τινα, τινα ἢ τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 704Α.
Russian (Dvoretsky)
περιλᾰλέω: болтать без умолку Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λαλέω (onophoudelijk) kletsen.