εὐάντυξ

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάντυξ Medium diacritics: εὐάντυξ Low diacritics: ευάντυξ Capitals: ΕΥΑΝΤΥΞ
Transliteration A: euántyx Transliteration B: euantyx Transliteration C: evantyks Beta Code: eu)a/ntuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot,

   A with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).

German (Pape)

[Seite 1057] υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. Κατὰ Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
à la belle voûte.
Étymologie: εὖ, ἄντυξ.

Greek Monolingual

εὐάντυξ (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο
αρχ.
(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, -γος].

Greek Monotonic

εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,
finely vaulted, Anth.