θωρακικός

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκικός Medium diacritics: θωρακικός Low diacritics: θωρακικός Capitals: ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: thōrakikós Transliteration B: thōrakikos Transliteration C: thorakikos Beta Code: qwrakiko/s

English (LSJ)

ή, όν

   A suffering in the chest, Aët.8.63.    II -ικά, τά, with or without μόρια, region of the thorax, Pall.in Hp.2.97, 102 D.

German (Pape)

[Seite 1230] an der Brust leidend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκικός: -ή, -όν, πάσχων νόσον τοῦ θώρακος, «στηθικός», Ἀέτ. σ. 167, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θωρακικός, -ή, -όν) θώραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι»)
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά
τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών
αρχ.
1. αυτός που πάσχει από νόσο του θώρακα, αυτός που έχει στηθικό νόσημα
2. φρ. «θωρακικά μόρια» και «θωρακικά» — τα μόρια του σώματος που ανήκουν στον θώρακα.