κτεανισμός

From LSJ
Revision as of 22:06, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεᾰνισμός Medium diacritics: κτεανισμός Low diacritics: κτεανισμός Capitals: ΚΤΕΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kteanismós Transliteration B: kteanismos Transliteration C: kteanismos Beta Code: kteanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A getting wealth, Man.4.41 (pl.). (Fort. κτεατ-.)

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ, Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.

Greek Monolingual

κτεανισμός ή κτεατισμός, ὁ (Α)
απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. του τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση της λ. κτέανον.