περιέλευσις

From LSJ
Revision as of 09:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέλευσις Medium diacritics: περιέλευσις Low diacritics: περιέλευσις Capitals: ΠΕΡΙΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: periéleusis Transliteration B: perieleusis Transliteration C: perielefsis Beta Code: perie/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις : gloss on περίοδος, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.

Greek (Liddell-Scott)

περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α
1. το να περιέρχεται κανείς σε ένα μέρος, να μετακινείται από σημείο σε σημείο
2. η περίοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔλευσις (< θ. ἐλεύθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. του ἐλεύθω «έρχομαι»)].

Russian (Dvoretsky)

περιέλευσις: εως ἡ круговое движение, круговращение Plut.