περικυλινδέω

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῠλινδέω Medium diacritics: περικυλινδέω Low diacritics: περικυλινδέω Capitals: ΠΕΡΙΚΥΛΙΝΔΕΩ
Transliteration A: perikylindéō Transliteration B: perikylindeō Transliteration C: perikylindeo Beta Code: perikulinde/w

English (LSJ)

later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut. -

   A κυλίσω Vett.Val.115.21: aor. 1 -εκύλῑσα :—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ar.Pax 7; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα D.H.9.21, cf. D.S.18.34 :— Pass., of an infant, Sor.1.85 ; of the shoulder in reducing dislocation, Gal.18(1).327 : abs., roll about, Pl.Lg.893e : metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι Vett.Val.42.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.206; εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.572.

Greek (Liddell-Scott)

περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ τῇδε κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι πέριξ, Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. περικυλίω.
Étymologie: περί, κυλινδέω.

Greek Monotonic

περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κυλινδέω doen ronddraaien.

Russian (Dvoretsky)

περικῠλινδέω: Plat. v. l. = περικυλίω.

Middle Liddell

later -κυλίω aor1 -εκύλῑσα
to roll round, Ar.