ὑλομανέω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A run to wood, of the vine (cf. τραγάω 11), Thphr.CP3.1.5, Sm.Ho.10.1, Gp.5.40.1, etc.; πεδία ὑλομανοῦντα overgrown with thick wood, Str.14.6.5: cf. φυλλομανέω. 2 metaph. of language, etc., run riot, ὑ. τὸ μυθῶδες Plu. 2.15e.
German (Pape)
[Seite 1177] zu sehr ins Holz schießen, bes. vom Weinstock; auch τὰ πεδία ὑλομανεῖ, sind bewachsen mit dichter Waldung, Strab. XIV p. 684.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλομανέω: φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, αὐξάνω ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. τραγάω), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., ἀκολασταίνω, αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pousser tout en bois ; fig. être luxuriant, pulluler.
Étymologie: ὕλη, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑλομᾰνέω: досл. (о культурных растениях) стремительно расти в древесину, деревенеть, перен. чрезмерно разрастаться (ἐξυβρίζειν καὶ ὑ. Plut.).