τρισάωρος

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάωρος Medium diacritics: τρισάωρος Low diacritics: τρισάωρος Capitals: ΤΡΙΣΑΩΡΟΣ
Transliteration A: trisáōros Transliteration B: trisaōros Transliteration C: trisaoros Beta Code: trisa/wros

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait hors de saison.
Étymologie: τρίς, ἄωρος¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πέθανε πολύ πριν της ώρας του, πάρα πολύ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)].

Greek Monotonic

τρισάωρος: -ον, τρεις φορές άκαιρος, εξαιρετικά πρόωρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάωρος: досл. крайне несвоевременный, перен. безвременно умерший Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-άωρος -ον veel te vroeg (gestorven).

Middle Liddell

τρισ-άωρος, ον,
thrice-untimely, Anth.