ἀλλοτριοπραγία

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριοπρᾱγία Medium diacritics: ἀλλοτριοπραγία Low diacritics: αλλοτριοπραγία Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: allotriopragía Transliteration B: allotriopragia Transliteration C: allotriopragia Beta Code: a)llotriopragi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριοπραγία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 entrometimiento, intervención en cosas ajenas πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον ... ὀνομάζοντες Plu.2.57d.
2 actuación política desacertada μὴ δι' ἀλλοτριοπραγίαν ὑφαρπάζειν τὰ τῶν ἄλλων ἐξαίρετα, ζῆν δὲ ἕκαστον ἐφ' ᾧ τέτακται παρὰ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης Procl.in R.1.216.25.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπραγία, η (Α)
η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -πραγία < πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοπρᾱγία: ἡ вмешательство в чужие дела, непрошенная хлопотливость Plut.