ἰοβολέω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
[ῑ],
A shoot arrows, dart, A.R.4.1440, AP5.187 (Leon.); ἐς ἐμὴν κραδίην ib.5.9 (Alc.). II emit poison, Gp.2.47.12.
German (Pape)
[Seite 1255] mit Pfeilen schießen; Alc. Mess. 4 (V, 10); τόξοις Ap. Rh. 4, 1440. – Gift von sich geben, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβολέω: ῑ, ῥίπτω βέλη, τοξεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην αὐτόθι 5. 10· ΙΙ. ῥίπτω ἰόν, χύνω δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 lancer des traits;
2 jeter du venin.
Étymologie: ἰοβόλος.
Greek Monotonic
ἰοβολέω: [ῑ], ρίχνω βέλη, τοξεύω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰοβολέω: (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.).