ἐξανασπάω

From LSJ
Revision as of 15:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανασπάω Medium diacritics: ἐξανασπάω Low diacritics: εξανασπάω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΠΑΩ
Transliteration A: exanaspáō Transliteration B: exanaspaō Transliteration C: eksanaspao Beta Code: e)canaspa/w

English (LSJ)

   A tear away from, ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. Ph.1132: tear up from, [ἐλάτην] χθονός Id.Ba.1110.

German (Pape)

[Seite 868] (s. σπάω), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανασπάω: μέλλ. -άσω, ἐξάγω τι βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, ἐκριζόω, «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tirer du fond de : ἔκ τινος du fond de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀνασπάω.

Spanish (DGE)

arrancar, extirpar c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.Ph.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.Ba.1110.

Greek Monotonic

ἐξανασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], αποσπώ, ξεκολλώ από, σε Ηρόδ., Ευρ.· κομματιάζω, ξερριζώνω από, χθονός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανασπάω:
1) вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);
2) стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.).

Middle Liddell

fut. άσω
to tear away from, Hdt., Eur.: to tear up from, χθονός Eur.