ὑπανοίγω

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανοίγω Medium diacritics: ὑπανοίγω Low diacritics: υπανοίγω Capitals: ΥΠΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: hypanoígō Transliteration B: hypanoigō Transliteration C: ypanoigo Beta Code: u(panoi/gw

English (LSJ)

or ὑπαν-οίγνυμι,

   A open from below, tap a cask, βῖκος ὑπανεῴγνυτο Ephipp.8.2, cf. Hermipp.82.7 (hex.).    2 open underhand or secretly, [γράμματα] ὑπανέῳγεν D.32.28; τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα Luc. Asin.13.    3 intr., open underneath, ἄντρον ὑπανοίγει J.BJ1.21.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανοίγω: ἢ -γνυμι, ἀνοίγω κάτωθεν, οἷον ἐπὶ πίθου, προσαρμόζω «κάνουλαν», βῖκος ὑπανεῴγνυτο Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 2, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7. 2) ἀνοίγω λάθρα, κρυφίως, γράμματα ὑπανέῳγε Δημ. 889 ἐν τέλει· τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα Λουκ. Ὄνος 13.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑπανέῳγα;
ouvrir secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἀνοίγω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α ἀνοίγω
ανοίγωἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.)
αρχ.
1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο
2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὑπανοίγω: ή -γνυμι, μέλ. -ξω, παρακ. ὑπανέῳγα, ανοίγω από κάτω, ανοίγω λαθραία ή κρυφά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνοίγω: и ὑπᾰνοίγνῡμι (pf. ὑπανέῳγα) тайком открывать (γράμματα Dem.); осторожно отпирать (τὸ δωμάτιον Luc.).

Middle Liddell

or -γνυμι fut. ξω perf. ὑπανέῳγα
to open from below: to open underhand or secretly, Dem.