μεταπείθω

From LSJ
Revision as of 15:55, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπείθω Medium diacritics: μεταπείθω Low diacritics: μεταπείθω Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: metapeíthō Transliteration B: metapeithō Transliteration C: metapeitho Beta Code: metapei/qw

English (LSJ)

   A change a man's persuasion, Ar.Ach.626, Lys.9.7, D. 18.228:—Pass., to be persuaded to change, Pl.R.413b, X.HG7.1.14, Isoc.3.47, D.Prooem.28.

German (Pape)

[Seite 152] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπείθω: μεταβάλλω τὴν πεποίθησίν τινος, πείθω αὐτὸν εἰς ἄλλο τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.

French (Bailly abrégé)

faire changer de résolution, dissuader ; Pass. se laisser persuader de, changer de sentiment.
Étymologie: μετά, πείθω.

Greek Monolingual

μεταπείθω)
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή απόφαση, μεταβάλλω τη γνώμη ή την πεποίθηση κάποιου (α. «προσπάθησα να τον μεταπείσω αλλά εκείνος δεν μέ άκουσε» β. «διδάσκοντι ἤ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταπείθω: μέλ. -σω, αλλάζω την πεποίθηση ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω (άποψη), σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπείθω:
1) переубеждать, разубеждать (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;
2) med.-pass. менять мнение (ἀκούσαντες ταῦτα, μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).

Middle Liddell

fut. σω
to change a man's persuasion, Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to change, Plat., etc.